συναφῶς

συναφῶς
συναφής
united
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναφώς — συναφῶς ΝΜ επίρρ. βλ. συναφής …   Dictionary of Greek

  • συναφής — ές, ΝΜΑ αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι νεοελλ. 1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… …   Dictionary of Greek

  • Κρατύλος — (5oς αι. π.Χ.). Αθηναίος φιλόσοφος. Υπήρξε ένθερμος οπαδός του Ηράκλειτου, ενώ θεωρείται ότι ήταν και ένας από τους δασκάλους του Πλάτωνα (Κρατύλος τιτλοφορείται ένας από τους πλατωνικούς διαλόγους), τον οποίο μύησε στην ηρακλείτεια φιλοσοφία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”